- ἐπίστανται
- ἐφίστημιsetpres ind mp 3rd pl (ionic)ἐπίσταμαιknowpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπίσταντ' — ἐπίσταντι , ἐφίστημι set pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί̱σταντο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd pl (ionic) ἐπίστανται , ἐφίστημι set pres ind mp 3rd pl (ionic) ἐπίσταντο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek